συγκινητικότητα

συγκινητικότητα
η
1. τονα έχει κάτι σφοδρή συγκίνηση.
2. το να συγκινείται κάποιος εύκολα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συγκινητικότητα — η, Ν [συγκινητικός] η ιδιότητα τού ατόμου να συγκινείται, η οποία εκδηλώνεται με ψυχικά, αλλά και σωματικά, κυρίως νευροφυτικά, φαινόμενα …   Dictionary of Greek

  • ιδιοσυγκρασία — Ενδεικτικός όρος ορισμένων ψυχολογικών ιδιοτήτων του ατόμου σε σχέση με τα συστατικά της δομής του και των οργανικών λειτουργιών του. Η θεωρία των ιατρών φιλοσόφων της αρχαιότητας (όπως ο Ιπποκράτης), η οποία εμπεριείχε πολλά στοιχεία φαντασίας… …   Dictionary of Greek

  • υπερσυγκινησία — η, Ν ιατρ. υπερβολική και νοσηρή ευσυγκινησία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hyperemotivite < hyper (< υπερ *) + emotivite «συγκινητικότητα»] …   Dictionary of Greek

  • πειθιατισμός — (Ιατρ.). Το σύνολο ψυχικών διαταραχών που προέρχονται από υποβολή και οι οποίες θεραπεύονται με την πειθώ. Ο όρος καθιερώθηκε από τον καθηγητή Μπαμπίνσκι. Πάντως, η ψυχονεύρωση αυτή, της οποίας τα αίτια ποικίλλουν ανάλογα με την ψυχοσύνθεση κάθε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”